- ἁλωνίᾳ
- ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνίαthreshing-floorfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλωνία — ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc/acc dual ἁλωνίᾱ , ἁλωνία threshing floor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek
αλωνιά — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek
αλωνιά — η το ποσό των δημητριακών που είναι αρκετό για ένα αλώνισμα: Έχουμε ακόμη μια αλωνιά στάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλωνίας — ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem acc pl ἁλωνίᾱς , ἁλωνία threshing floor fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωνίαι — ἁλωνίᾱͅ , ἁλωνία threshing floor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωνίαν — ἁλωνίᾱν , ἁλωνία threshing floor fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωνιῶν — ἁλωνία threshing floor fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωνίαις — ἁλωνία threshing floor fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek